Έκλαιγε
απαρηγόρητος
με το κλάμα που
άνθρωπος δεν δέησε ποτέ να αξιωθεί
είχε το βλέμμα
του νεκρού που γέλασε το θάνατο
Kαι τώρα έχασε κάθε
σανίδα σωτηρίας.
Θα παλεύει για
πάντα την αντάρα
Οι ποιητές λένε
ότι τα δάκρυα είναι το αίμα της ψυχής
Οι ποιητές πάντα
θα λένε
γιατί δεν ξέρουν
ότι είναι η παλίρροια που φουσκώνει
κάτω από τα
βλέφαρα
κάθε που ζυγώνει
μια θύμησα.
Εκεί όπου μας
σφίγγει ο Κουροσάβα σαν μια ζώνη
έρχεται ο Βενέζης
με έναν Ωκεανό
να πνίξει τα
λιμάνια μας στο φως τ' αληθινό
Να μοιράσει
κουράγιο και καφέ.
Ίσως και μια
θάλασσα μικρή
σαν απ' αυτές
τις απέραντες
που έβλεπες τη
μάνα σου να φτιάχνει στη λεκάνη
με τα ασπρόρουχα.
Αυτά που βρόμιζες
κάθε τόσο με σκέψεις για αιωνιότητα
Μη την αποπάρεις.
σου έκρυβε
επιμελώς,
με τάξη,
με ζεστό φαγάκι
κάθε μέρα,
και κόπο, όπως
κάθε μάνα,
πως όλα κάποτε
βυθίζονται.
Και εσύ που ήσουν
πονηρεμένος
βρήκες στο
συρτάρι του κομοδίνου της
καταχωνιασμένο
κάτω από απλήρωτους
λογαριασμούς της ανθρωπότητας
ένα σωσίβιο
που φύλαγε για
όταν μεγαλώσεις.
Και τότε ξαφνικά
μεγάλωσες.
Και είδες τελικά
πόσο μικρός είναι ο κόσμος για να αντέξει
αιωνιότητα
Και πόσο μεγάλος
για να δεχτεί πλημμύρες
Και έγινες φράγμα
και τότε ο κόσμος
έγινε κατακλυσμός
Και διάβασες
κάπου πως πνίγηκαν παιδιά
Και ένιωσες
αδύναμος πολύ
και ένιωσαν
αδύναμοι πολλοί.
Τότε κατάλαβες
την δύναμη σου.
Και τότε ξαφνικά
γίνηκαν όλοι δυνατοί.